- προσκόπους
- πρόσκοποςforeseeingmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεισπέμπω — Α στέλνω κάποιον κάπου προηγουμένως («προεισπέμψας οὖν ὁ Κῡρος προσκόπους... αὐτὸς οὕτως εἰσήει», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσπέμπω «στέλνω κάποιον κάπου»] … Dictionary of Greek
προσκοπισμός — Παιδαγωγική οργάνωση με εξωσχολικό χαρακτήρα, που γεννήθηκε στην Αγγλία και διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ιδρυτής της είναι ο Άγγλος στρατηγός Ρόμπερτ Μπάντεν Πάουελ, που κατά τον πόλεμο των Μπόερς οργάνωσε ένα σώμα παιδιών αγγελιαφόρων. Η… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ελληνικού Προσκοπισμού (Αθηνών) — Το μουσείο ανήκει στο Σώμα Ελλήνων Προσκόπων και στεγάζεται στο Προσκοπικό Μέγαρο Αντώνιος Μπενάκης (Πτολεμαίων 1, Παγκράτι). Στόχο του έχει να παρουσιάσει τις αρχές, τις μεθόδους και την ιστορία του διεθνούς και του ελληνικού προσκοπισμού. Τα… … Dictionary of Greek
προσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους προσκόπους ή τον προσκοπισμό: Προσκοπική πειθαρχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)